προαναβλέπω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
look up before, Hsch. s.v. προαναθρούσης.
German (Pape)
[Seite 706] vorher oder von sich aufwärts blicken, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προαναβλέπω: ἀναβλέπω πρότερον, Ἠσύχ. ἐν λ. προαναθρούσης.
Greek Monolingual
Α
ανυψώνω το βλέμμα εκ τών προτέρων ή βλέπω μπροστά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναβλέπω «βλέπω προς τα πάνω»].