μεταλλεύς

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλεύς Medium diacritics: μεταλλεύς Low diacritics: μεταλλεύς Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΣ
Transliteration A: metalleús Transliteration B: metalleus Transliteration C: metalleys Beta Code: metalleu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A = μεταλλευτής, Lys.Fr.89 S., Pl.Lg.678d, IG2.3260b: in plural, Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus.
II a kind of ant, Hsch.

German (Pape)

[Seite 149] ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλεύς: έως ὁ рудокоп, горнорабочий Plat., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλεύς: ὁ, = μεταλλευτής, Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., εἶδος μύρμηκος.

Greek Monolingual

μεταλλεύς, -έως, ὁ (Α) μέταλλον
1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος
2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς
τίτλος έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού.