ὑδροποσία

Revision as of 13:35, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. ὑδροποσίη, ἡ, water-drinking, Hp. Acut.37, Int.45 (v.l. ὑδροπωσίη), X.Cyr.1.5.12, Pl.Lg.674a, Sor.1.65, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] ἡ, das Wassertrinken; Xen. Cyr. 1, 5, 12; Plat. Legg. II, 674 a, ὑδροποσίαις ξυγγίγνεσθαι, immer Wasser trinken.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habitude de ne boire que de l'eau.
Étymologie: ὑδροπότης.

Russian (Dvoretsky)

ὑδροποσία: ἡ питье (одной) воды Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροποσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πίνειν ὕδωρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, Πλάτ. Νόμ. 674Α, κλπ., ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

η / ὑδροποσία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. ὑδροπωσίη Α υδροπότης
πόση νερού.

Greek Monotonic

ὑδροποσία: Ιων. -ίη, ἡ, πόση νερού, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ὑδροποσία, ἡ, [from ὑδροπότης
water-drinking, Xen., etc.