βραχυβλαβής
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
βραχυβλαβές, harming slightly, Luc. Trag.323.
Spanish (DGE)
-ές causante de un pequeño daño Luc.Trag.323.
German (Pape)
[Seite 462] ές, kurz schadend, wenig schadend, Luc. Tragodop. 322.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυβλᾰβής: -ές, ὁ ὀλίγον βλάπτων, Λουκ. Τραγ. 323.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυβλᾰβής: причиняющий небольшой вред Luc.