ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
AM ἀσωτεύω, Α και ἀσωτεύομαι) άσωτος (Ι)κάνω άσωτη, σπάταλη ζωή.