κατεπαγγέλλομαι
English (LSJ)
Med. with pf. Pass., make promises or engagements, τινι with one, D.32.11; τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κ. Aeschin.3.223; promise, c.acc., τινὶ τιμήν J.AJ8.14.4; κ. τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν devote it to... Plu. 2.807b: c. pres. inf., τέχνας -όμενος διδάσκειν Aeschin.1.117, cf. Ph. 2.316: c. fut. inf., κ. πρός τινας λήσειν Aeschin.1.173; προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους D.S.11.4: abs., μέχρι τοῦ -αγγείλασθαι Phld. Rh.2.3 S.:—Pass., ἡ -ομένη ζημία J.AJ6.5.3.
German (Pape)
[Seite 1395] med. (act. nur Suid.), zusagen, versprechen; κατεπήγγελται τουτῳΐ, er hat diesem seine Hülfe versprochen, Dem. 32, 11; κατεπαγγελλόμενος τὰς τέχνας διδάσκειν Aesch. 1, 117; πρός τινα 1, 173, öfter; προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους D. Sic. 11, 4; τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν, d. i. seine Politik der Freundschaft, dem Nutzen der Freunde widmen, Plut. reip. ger. pr. 13.
French (Bailly abrégé)
f. κατεπαγγελοῦμαι, pf. κατεπήγγελμαι;
1 promettre expressément;
2 consacrer, dévouer : τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν PLUT sa vie politique à l'amitié.
Étymologie: κατά, ἐπαγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
κατεπαγγέλλομαι: (pf. κατεπήγγελμαι)
1 давать обещание, обещать (τι τινι Dem. и τι πρός τινα Aeschin.; ποιεῖν τι Aeschin., Diod.);
2 посвящать (τὴν πολιτείαν τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατεπαγγέλλομαι: μέσ., πρκμ. κατεπήγγελμαι: ἀόριστ. κατεπηγγειλάμην, δίδω ὑποσχέσεις μεγάλας, ὑπερβολικὰ δίδω, πολλὰ ὑπισχνοῦμαι, τινι, πρός τινα, Δημ. 885. 12· κατ. πρὸς αὐτούς, ἐργολαβῶν…, Αἰσχίν. 24. 37· τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατ., θαυμάσιά τινα ὑπισχνούμενος, ὁ αὐτ. 85. 35· οὐδὲ οὗτος ὀρθῶς κατεπαγγελλόμενος τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν, ὅστις ὑπισχνεῖτο ὅλην τὴν πολιτικήν του εἰς τὴν ὠφέλειαν τῶν φίλων, ἀφιέρωνε τὰ πάντα εἰς τοὺς φίλους, Πλούτ. 2. 807Β· μετ’ ἀπαρεμφ., κατεπαγγελλόμενος διδάσκειν Αἰσχίν. 16. 32 λήσειν ὁ αὐτ. 24. 37 (ἴδε ἀνωτ.)· προκαταλήψεσθαι Διόδ. 11. 4·- ὁ Σουΐδ. μνημονεύει καὶ τοῦ ἐνεργ. κατεπαγγέλλω τινί.
Greek Monolingual
κατεπαγγέλλομαι (Α)
1. υπόσχομαι πολλά ή υπερβολικά ή αναλαμβάνω υποχρεώσεις, δίνω μεγάλες υποσχέσεις («τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος», Αισχίν.)
2. διαβεβαιώνω κάποιον για κάτι («οὗτος ὀρθῶς κατεπαγγελλόμενος τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-αγγέλλομαι «δίνω υπόσχεση»].
Middle Liddell
Mid. with perf. pass. -επήγγελμαι
to make promises or engagements, τινι with one, Dem.; πρός τινα Aeschin.