ανεξιχνίαστος

From LSJ
Revision as of 08:37, 28 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξιχνίαστος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός
«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»
νεοελλ.
όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο έγκλημα».

Translations

inscrutable

Arabic: غامِض, غَلِق, مُبْهَم, مُسْتَغْلِق; Bulgarian: неразгадаем; Catalan: inescrutable, insondable; Chinese Mandarin: 不可理解的; Danish: uransagelig, uudgrundelig, gådefuld, ubegribelig, ufattelig, uforståelig; Dutch: ondoorgrondelijk; Finnish: käsittämätön; French: impénétrable, incompréhensible, insondable; Galician: inescrutábel; German: undurchschaubar; Greek: ανεξιχνίαστος, ακατανόητος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀδιερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερεύνητος, παναπευθής; Hindi: दुरधिगम, दुर्ज्ञेय, दुर्बोध, गूढ़, दुरत्यय; Italian: impenetrabile, incomprensibile, insondabile; Latin: perplexus; Manx: neuronsoilagh; Norwegian Bokmål: uutgrunnelig; Portuguese: inescrutável; Romanian: inscrutabil, neexaminabil, necercetabil, neanchetabil, de necercetat; Russian: загадочный, непостижимый, необъяснимый, непонятный, неисповедимый; Spanish: inescrutable, impenetrable, incomprensible, insondable; Swedish: outgrundlig; Turkish: anlaşılmaz, esrarlı, gizemli, esrârengiz