pájaro carpintero
From LSJ
Spanish > Greek
δενδροκολάπτης, δενδροκόλαφος, δρυκολάπτης, δρυοκολάπτης, δρυοκόλαψ, δρυοκόπος, δρύοψ, ἴπνη, καλοτύπος, κραυγός, πελεκᾶς, πῖπος, πίπρα, πιπώ
δενδροκολάπτης, δενδροκόλαφος, δρυκολάπτης, δρυοκολάπτης, δρυοκόλαψ, δρυοκόπος, δρύοψ, ἴπνη, καλοτύπος, κραυγός, πελεκᾶς, πῖπος, πίπρα, πιπώ