ἀνακρεμάννυμι
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
poet. ἀγκρ-:—Pass., -κρέμᾰμαι:—
A hang up on a thing, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440; τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, as a votive offering, Hdt.5.77; τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον ib.95; ἀ. τινά crucify, Id.9.120; βροχὸν ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε D.S.2.6; suspend a wounded limb in a sling, Hp.Art.22:—Pass., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος being hung up, Hdt.2.121.γ; τούτου . . τοῦ ἀνακρεμασθέντος Id.9.122, cf. 7.194. II make dependent, ἀ. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Pl.Ion536a; ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin.3.100; ἀ. τὴν πίστιν εἴς τινα Pib.8.19.3.
German (Pape)
[Seite 193] (s. κρεμάννυμι), aufhängen, πασσἀλῳ ἀγκρεμάσασα χιτῶνα Od. 1, 440; ἀνακρεμασθείς Her. 9, 122; ἐς, πρός τι ἀνεκρέμασαν, 5, 77. 95; Plat. Fim. 90 b; anknüpfen, ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν, Ion. 536 a; dah. spannen, von Furcht u. Hoffnung, ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, Aesch. 3, 100; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα, sein ganzes Vertrauen auf einen setzen, Pol. 8, 21, 3; – λόφους ἀνακρεμαννὺς μεγάλοις ὀρύγμασιν Plut. Lucull. 39, d. i. unterminiren. – Diod. Sic. 2, 6 braucht ἀνεκρέμασε für: sich erhenken.