χερμάδιον
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A large stone, boulder, such as were used for missiles by the heroes of the Il., ὀκριόεν 4.518; μεγάλα 11.265, cf. 14.410; ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρὶ... μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.302, 20.285; twice in Od., ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι βάλλον, of the Laestrygones, 10.121, cf. 21.371. II = χερμάς 1, Aen. Tact.38.6.—Not a Dim. of χερμάς, but neut. of an Adj. χερμάδιος, ον, of the shape or size of a χερμάς, μολύβδαιναι χερμάδιοι leaden balls for arm-exercises, Luc.Lex.5.
German (Pape)
[Seite 1349] τό (eigtl. dim. von χερμάς, nach Andern neutr. vom Folgdn), ein Stein, Kiesel oder Feldstein, zum Werfen gebraucht; bei Hom. von beträchtlicher Größe, Il. 5, 302 ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρί, μέγα ἔργον, ὃ ού δύο γ' ἀνδρε φέροιεν: vgl. 20, 285; μεγάλα 11, 265. 541; ἀ νδραχθέα Od. 10, 121; ὀκριόεις Il. 4, 518; öfters in der Vrbdg βάλε χερμαδίῳ.