συμπτύσσω
From LSJ
English (LSJ)
A fold or pack together, S.Tr.691:—Pass., βλέφαρα συμπτυσσόμενα eyelids which close, Gal.UP10.6. 2 Pass., σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα are folded together fan-wise, Procl.Hyp.5.115: metaph., to be implicit, not yet unfolded, ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Dam.Pr.1; ἐν τῷ κέντρῳ -έπτυκται ὁ κύκλος ib.32, cf. Procl.Inst. 171. 3 knock in, dent, συνεπτυγμένον ἄργυρον, = collisum argentum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 990] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, Ggstz von ἀναπτύσσω.