σθένω

From LSJ
Revision as of 19:17, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθένω Medium diacritics: σθένω Low diacritics: σθένω Capitals: ΣΘΕΝΩ
Transliteration A: sthénō Transliteration B: sthenō Transliteration C: stheno Beta Code: sqe/nw

English (LSJ)

used only in pres. and impf., Trag. Verb, found also in late Ep., and in later Prose, LXX 3 Ma.3.8, Ael.NA11.31: (σθένος):—

   A to have strength or might, be strong or mighty, οὐ γὰρ ἂν σθένοντά γε εἷλέν με in my strength, S.Ph.947; σθενόντων βραχιόνων E.HF312: c. dat. modi, σ. χερί, χειρί, ποσίν, to be strong in hand, in foot, S.El.998, E. Cyc.651, Alc.267 (lyr.); also σ. μάχῃ, χρήμασι, Id.Fr.1048.5, El.939; σθένοντος ἐν πλούτῳ S.Aj.488: freq. with a neut. Adj., μέγα, μεῖζον σ., A.Ag.938, Pr.1013; οὐδὲν σ. S.OC846; ὅσον σ. how strong it is, A. Eu.619; σ. τοσοῦτον S.Aj.1062; ὅσονπερ ἂν σ. Id.El.946, cf. Tr.927; εἰς ὅσον σ. Id.Ph.1403.    2 to have power, εἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σ. Id.OC456; πόλις σθένουσα ib.734; οἱ κάτω σθένοντες they who rule below, the gods below, E.Hec.49.    3 of things, σθένουσα λαμπάς A.Ag.296; ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει Id.Fr.386.    4 c. inf., to have strength or power to do, be able, mostly with a neg. οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σ. S.OT17, cf. A.R.1.62, LXX l.c.; προσβλέπειν γὰρ οὐ σ. S. OT1486; οὐ γὰρ ἂν σθένοι δέμας ἕρπειν Id.OC501, cf. 256, 1345, Aj. 165 (anap.), etc.; τὸ σιγᾶν οὐ σ. E.IA655: with inf. understood, τόδ', εἴπερ ἔσθενον, ἔδρων ἄν S.El.604; εἶμι . . ὅποιπερ ἂν σ. Id.Aj.810, etc.    5 c. acc., βάρος οὐκέτι χεῖρες ἔσθενον AP6.93 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 877] Stärke, Kraft, Gewalt haben, stark sein; τὸ μὲν δίκαιον ὅσον σθένει μαθεῖν, Aesch. Eum. 589; auch σθένουσα λαμπὰς δ' οὐδέπω μαυρουμένη, Ag. 287; φήμη γε μέντοι δημόθροος μέγα σθένει, 912, u. öfter; εἰς ὅσον γ' ἐγὼ σθένω, Soph. Phil. 1389; οὐ σθένω ποσί, Eur. Alc. 268, vgl. Cycl. 647; auch σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων, Herc. Fur. 312; u. wie er sagt πρὸς τοὺς σθένοντας θεοὺς ἁμιλλᾶσθαι, I. T. 1479, so sind οἱ κάτω σθένοντες Hec. 49 die unten Herrschenden, die Götter der Unterwelt; vgl. καὶ τοὺς σθένοντας καθαιροῦσιν αἱ τύχαι, Herc. Fur. 1396; καθ' ὅσον ἂν σθένω, Ar. Plut. 912; übh. Vermögen wozu haben, im Stande sein, können, c. inf., Soph. Ant. 1044, ἄνευ σοῦ δ' οὐδὲ σωθῆναι σθένω O. C. 1347, u. öfter.