θανατοφόρος

Revision as of 07:45, 9 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")

English (LSJ)

θανατοφόρον, = θανατηφόρος, πάθη A.Ag.1176 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] = θανατηφόρος, Aesch. Ag. 1149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θανατηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτοφόρος: Aesch. = θανατηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176.

Greek Monolingual

θανατοφόρος, -ον (Α)
ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φόρος < φέρω
πρβλ. ανθοφόρος, καρποφόρος.

Greek Monotonic

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θᾰνᾰτο-φόρος, ον = θανατηφόρος, Aesch.]