παρομοιοῦμαι
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Léxico de magia
en v. med. tomar la forma de c. dat. διακόνησόν μοι καὶ ἀπάγγειλον ἀεὶ, ὅτι ἄν σοι εἴπω, ... παρομοιούμενος θεῷ (ἢ θεᾷ) οἵῳ ἂν σέβωνται οἱ ἄνδρες sírveme y anúnciame siempre lo que te diga, tomando la forma del dios (o diosa) que adoren los hombres P XII 41 P XII 83
Spanish
German (Pape)
[Seite 526] fast ähnlich machen, pass. fast ähnlich sein, Poll. 9, 131 u. Sp.
Greek Monolingual
αρχ.
παθ. παρομοιοῦμαι, παρομοιόομαι
γίνομαι όμοιος με κάποιον, παίρνω τη μορφή κάποιου («εἰκόνα κατὰ πάντα, τῷ πατρί παρωμοιωμένην», Ευσ.).