προτακτικός
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ή, όν,
A used as prefix, φωνήεντα D.T.631.7; στοιχεῖα, συλλαβή, A.D.Synt.7.5,7; σύνδεσμος, opp. ὑποτακτικός, ib.306.6; ἄρθρον π. the prepositive article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. Synt.306.15; π. θέσις A.D.Adv.180.7. Adv. προ-κῶς, opp. ὑποτακτικῶς, Id.Synt.227.15, cf.Syrian.in Metaph.164.22.
German (Pape)
[Seite 790] ή, όν, vorausstellend, voranzusetzen, Sp.; ἄρθρον προτακτικόν, bei den Gramm., articulus praepositivus, ὁ, ἡ, τό.