συνοδοιπόρος

Revision as of 13:40, 26 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συνοδοίπορος, " to "")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(parox.), ὁ, fellow-traveller, X.Mem.2.2.12, Luc. DMort.27.7, prob. in Supp.Epigr.3.781 (Crete); as epithet of Ὑγίεια, SIG1147 (Lebena, ii/iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de voyage.
Étymologie: σύν, ὁδοιπόρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.
β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁδοιπόρος.

Greek Monotonic

συνοδοιπόρος: ὁ, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπόρος: ὁ и ἡ спутник или попутчик Xen., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοδοιπόρος -ον [σύν, ὁδοιπόρος] medereizend, reisgenoot.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σύν + ὁδός + πόρος τοῦ περάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fellow traveller

Armenian: ուղեկից; Belarusian: спадарожнік, спадарожніца; Bulgarian: спъ́тник, спъ́тничка, спъ́тница; Chinese Mandarin: 同路人; Czech: souputník, souputnice; Danish: medpassager, følgesvend, rejsekammerat; Dutch: medereiziger, reisgenoot; English: fellow traveller, fellow traveler, fellow-traveller, fellow-traveler; Esperanto: kunvojaĝanto; Faroese: ferðafelagi; Finnish: matkakumppani, kanssamatkustaja, matkaseuralainen; French: compagnon de voyage; Georgian: თანამოგზაური, თანამგზავრი; German: Mitreisender, Mitreisende; Greek: συνταξιδιώτης; Ancient Greek: ξυνέμπορος, ξύνοδος, ὁδοιπόρος, ὁμέμπορος, ὁμοκέλευθος, συμπράκτωρ ὁδοῦ, συνέκδημος, συνέμπορος, συνοδοιπόρος, σύνοδος, συνομόπλοος, συνομόπλους, συνόν, συνοῦσα, συνών; Icelandic: samferðamaður, samferðakona, samferðafólk; Irish: comhthaistealaí; Italian: compagno di viaggio; Macedonian: сопатник, сопатничка; Manx: cohroailtagh; Norwegian Bokmål: medpassasjer, reisekamerat, reisefelle; Nynorsk: medpassasjer, reisefelage, reisefelle; Ottoman Turkish: یولداش, رفیق, آیاقداش; Polish: współpasażer, współpasażerka; Russian: спутник, спутница, попутчик, попутчица; Serbo-Croatian: suputnik, suputnica; Slovene: sopotnik, sopotnica; Swedish: reskamrat; Turkish: yoldaş, yol arkadaşı; Ukrainian: супутник, супутниця, попутник