μετανάστιος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ον,
A wandering, Nonn.D.1.110; Νύμφαι AP9.814.
German (Pape)
[Seite 151] den μετανάστης betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.