ἀναμφίεστος
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Spanish (DGE)
ἀναμφίαστος, -ον
• Alolema(s): ἀναμφίεστος Cyr.Al.M.77.864C; adv. ἀναμφιέστως Cyr.Al.M.76.989B
1 de pers. desnudo Cyr.Al.M.68.1021A
•fig. simple, sencillo ἀλήθεια Cyr.Al.M.77.864C.
2 adv. ἀναμφιέστως = sin ropa Cyr.Al.M.76.989B.
German (Pape)
[Seite 198] unangekleidet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίεστος: -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν οἱονεί πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318.
Greek Monolingual
ἀναμφίεστος, -ον (Α) (Μ και -αστος) ἀμφιέννυμι
1. αυτός που δεν φοράει ρούχα, ο γυμνός
2. απροκάλυπτος, φανερός.