στερνοῦχος

Revision as of 06:49, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

στερνοῦχον, broad-swelling, χθὼν στερνοῦχος, of the plain of Athens, S.OC691 (lyr.); cf. στέρνον II.1.

German (Pape)

[Seite 938] χθών, ein Land mit fruchtbaren Flächen, Soph. O. C. 697, Schol. μεταφορικῶς γὰρ καὶ στέρνα καὶ νῶτά φασι τὰ πεδιώδη καὶ εὐρέα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la large poitrine.
Étymologie: στέρνον, ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερνοῦχος -ον [στέρνον, ἔχω] met welvingen, glooiend. Soph. OC 691.

Russian (Dvoretsky)

στερνοῦχος: широкогрудый, т. е. обширный (χθών Soph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την γη) αυτός που έχει μεγάλες και εύφορες πεδιάδες («πεδίων ἐπινίσσεται... στερνούχου χθονός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -οῦχος (< ἔχω»)].

Greek Monotonic

στερνοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που είναι πλατύς και εύφορος, λέγεται για πεδιάδα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στερνοῦχος: -ον, (ἔχω) ἔχων εὐφόρους καὶ εὐρυχώρους πεδιάδας, χθὼν στ., ἐπὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς πεδιάδος, Σοφ. Ο. Κ. 691· πρβλ. στέρνον ΙΙ.

Middle Liddell

στερν-οῦχος, ον, [ἔχω]
broad-swelling, of a plain, Soph.