προσφερής
English (LSJ)
ές, (προσφέρω)
A similar, like, c. dat., Hdt.2.105, 4.33, A. Ag.1218, Ch.176, E.Hel.591, Ar.Ec.67, Th.1.49, etc.; προσφερέστατοι [τῇ θεῷ] ἄνδρες Pl.Ti.24d; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ φυχῇ Id.R.494b, cf. Phlb.51d; βίος οἴνῳ π. Antiph.240; προσφερέστερον δέμας E.Hel.559: rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαι Id.HF131 (lyr.). Adv. -ρῶς, c. dat., Placit.4.4.4, etc. II = πρόσφορος, conducive, useful, τινι Hdt.5.111 (v.l. προφερέστερον).
German (Pape)
[Seite 785] ές, hinzu, nahe gebracht, nahe kommend, ähnlich; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191; αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν, Ch. 174; νυκτὶ προσφερεῖς κόρας, Eur. Or. 408; Hel. 597 u. öfter; Ar. Eccl. 67; u. in Prosa: Her. 2, 105. 4, 33; Thuc. 1, 49; Plat. Phil. 51 d Rep. X, 616 b u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Icaro- men. 2. – Bei Her. 5, 111 als v. l. προσφερέστατος, = προσφορώτατος, zuträglich.