πολυδιοίκητος

From LSJ
Revision as of 18:50, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδιοίκητος Medium diacritics: πολυδιοίκητος Low diacritics: πολυδιοίκητος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: polydioíkētos Transliteration B: polydioikētos Transliteration C: polydioikitos Beta Code: poludioi/khtos

English (LSJ)

πολυδιοίκητον, widely distributed, all-pervading, πολυδιοίκητον πνεῦμα Secund.Sent. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πολυδιοίκητον πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευδιοίκητος].