ἐπιωγή

From LSJ
Revision as of 12:11, 9 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ἐπιωγή, ἡ (Α)<br />όρμος, τόπος για αγκυροβόληση και προφύλαξη τών πλοίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επι</i> -άγνυμι, στην εκτεταμένη ετεροιωμένη (<i>ωγ</i>-) μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας του]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ἐπιωγή, ἡ (Α)
όρμος, τόπος για αγκυροβόληση και προφύλαξη τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι -άγνυμι, στην εκτεταμένη ετεροιωμένη (ωγ-) μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας του].