αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ἐπιωγή, ἡ (Α)
όρμος, τόπος για αγκυροβόληση και προφύλαξη τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι -άγνυμι, στην εκτεταμένη ετεροιωμένη (ωγ-) μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας του].