ἀνδρόφθορος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ον, αἷμα the blood of a slain man, S.Ant. 1022.
Spanish (DGE)
-ον
de un hombre muerto ἀνδροφθόρου ... αἵματος λίπος la grasa sangrienta de un muerto S.Ant.1022.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui provient d'un homme tué : ἀνδρόφθορον αἷμα SOPH le sang d'un cadavre.
Étymologie: ἀνήρ, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόφθορος: происшедший от убийства: ἀνδρόφθορον αἷμα Soph. кровь убитого.
Middle Liddell
φθείρω [cf. ἀνδροφθόρος
ἀνδρόφθορον αἷμα the blood of a slain man, Soph.