ἀμφοτερογνώμων
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
-ονος, of two opinions, βουλή Sch.E.Hec.219.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
de doble opinión subst. ἡ βουλὴ ἐξ ἐναντιουμένων καὶ ἀ. ἑνοῦται Sch.E.Hec.219.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτερογνώμων: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, ἀμφίβολος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 216.
Greek Monolingual
ἀμφοτερογνώμων (-ονος), -ον (Μ)
αυτός που έχει δύο γνώμες, ο δίγνωμος, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -γνώμων < γνώμων.