κατάγγελτος

Revision as of 13:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κατάγγελτον, denounced, betrayed, κ. γίγνεσθαί τινι Th.7.48, cf. D.C.Fr.11.14.

German (Pape)

[Seite 1341] angekündigt, verrathen, τινἰ γίγνεσθαι Thuc. 7, 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
annoncé, dénoncé.
Étymologie: καταγγέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγγελτος -ον [καταγγέλλω] verraden, verklikt:. σφᾶς... τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι dat aan de vijand verraden zou worden dat zij... Thuc. 7.48.1.

Russian (Dvoretsky)

κατάγγελτος: объявленный, известный (κατάγγελτόν τινι γίγνεσθαι Thuc.).

Greek Monolingual

κατάγγελτος, -ον (Α) καταγγέλομαι
αυτός εναντίον του οποίου έγινε καταγγελία
(«τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, φανερωμένος, προδομένος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, προδεδομένος, κ. γίγνεσθαί τινι Θουκ. 7. 48, κτλ.

Middle Liddell

κατάγγελτος, ον [from καταγγέλλω
denounced, betrayed, Thuc.

Lexicon Thucydideum

is de quo aliquid nunciatur, he about whom something is announced, 7.48.1.