ἐλλαμπρύνομαι
English (LSJ)
Pass., gain distinction, ἰδίᾳ ἐ. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Th.6.12; pride oneself, Luc.Dom.1; ἔργῳ D.C.73.10; ἱππεῦσιν App.BC3.66; πρὸς τὰς φίλας ἐ. λόγοις J.AJ18.3.4.
Spanish (DGE)
1 ganar lustre, distinguirse con, en c. dat. instrum. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι distinguirse personalmente con el peligro de la ciudad Th.6.12, ἱππεῦσιν App.BC 3.66, ὅπλοις Iul.Ar.278.16, τῷ φωτὶ τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.57.7, δημοσίᾳ Dion.Alex. en Eus.HE 6.41.20
•abs. distinguirse Luc.Dom.1, Clem.Al.QDS 1.4.
2 gloriarse de c. dat. λόγοις I.AI 18.76, τῷ ἔργῳ D.C.73.10.2.
German (Pape)
[Seite 800] sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλαμπρύνομαι: блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλαμπρύνομαι: παθ., λαμπρύνομαι, διαπρέπω, φαίνομαι μέγας. μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι, μηδὲ νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται ἰδίᾳ μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10.
Greek Monolingual
ἐλλαμπρύνομαι (Α)
1. διαπρέπω
2. επιδεικνύομαι, καυχιέμαι.
Greek Monotonic
ἐλλαμπρύνομαι: (ἐν, λαμπρύνω), Παθ., κερδίζω υπεροχή, διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, διαπρέπω, σε Θουκ.
Middle Liddell
Pass. to gain distinction, Thuc. [ἐν, λαμπρύνω
Lexicon Thucydideum
splendescere, illustrari, to shine brightly, be illumined, 6.12.2.