μετονομάζω

Revision as of 14:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

call by a new name, ἐκ τῶν αἰγέων… αἰγίδας… μετωνόμασαν called them by a new nameαἰγίδες, Hdt.4.189; τὰς φυλὰς μετωνόμασε (sc. Cleisthenes) Id.5.69, cf. Phld.Mus.p.50 K.:—Pass., take or receive a new name, ἀντὶ Λυδῶν μετονομασθῆναι ἐπὶ τοῦ βασιλέος Hdt.1.94; Βάττος μετωνομάσθη took the name of B., Id.4.155; καταφρόνησιν ἣ… ὄνομα ἀφροσύνη μετωνόμασται Th.1.122; καινῶς μετωνομασμένον new-fangled, Pl.Tht.180a.

German (Pape)

[Seite 161] umnennen, anders nennen, im pass., Her. 1, 94. 8, 44; Thuc. 1, 122, wie Plat. Theaet. 180 a, καινῶς μετωνομασμένος, u. Folgde; πρότερον Μιλτὼ καλουμένην Ἀσπασίαν μετονομασθῆναι, Ath. XIII, 576 b; Luc. Alex. 38; vgl. κρήνην ψευδῶς βαλανεῖον, Ep. ad. 84 (IX, 617).

French (Bailly abrégé)

ao. μετωνόμασα;
Pass. ao. μετωνομάσθην, pf. μετωνόμασμαι;
appeler d'un autre nom.
Étymologie: μετά, ὀνομάζω.

Russian (Dvoretsky)

μετονομάζω: называть другим именем, переименовывать (τὰς φυλάς Her.): ἐκ τῶν αἰγέων αἰγίδας μετωνόμασαν Her. по козьим шкурам (свои щиты греки и) назвали эгидами; καινῶς μετωνομασμένον Plat. вновь созданное словечко.

Greek (Liddell-Scott)

μετονομάζω: μεταβάλλω τὸ ὄνομά τινος, δίδω αὐτῷ νέον ὄνομα, ἐκ τῶν αἰγέων… αἰγίδας… μετωνόμασαν Ἡρόδ. 4. 189· τὰς φυλὰς μετωνόμασε (δηλ. ὁ Κλεισθένης) ὁ αὐτ. ἐν 5. 69. - Παθ., ὀνομάζομαι μὲ νέον ὄνομα, ἀντὶ Λυδῶν μετονομασθῆναι…Τυρσηνοὺς ὁ αὐτ. ἐν 1. 94· Βάττος μετωνομάσθη ὁ αὐτ. ἐν 4. 155· ἥ… ὄνομα ἀφροσύνη μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· καινῶς μετωνομασμένον Πλάτ. Θεαίτ. 180Α.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετονομάζω)
αλλάζω το όνομα κάποιου, δίνω σε κάποιον ή σε κάτι άλλο όνομα.

Greek Monotonic

μετονομάζω: μέλ. -σω, προσφωνώ με καινούριο όνομα, αἰγίδας μετωνόμασαν, τους έδωσαν νέο όνομα, αἰγίδες, σε Ηρόδ. — Παθ., λαμβάνω ή δέχομαι ένα νέο όνομα, στον ίδ., σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to call by a new name, αἰγίδας μετωνόμασαν called them by a new name— αἰγίδες, Hdt.:—Pass. to take or receive a new name, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

mutare nomen, to change one's name, 1.122.4.