ἱπποδρομία
English (LSJ)
ἡ, horse race or chariot race, Pi.P.4.67, I.3.13, X.Smp.1.2, Pl.Ion537a, Arist.Ath.60.1, IG22.784 (iii B.C.), SIG730.30 (Olbia, i B.C.); ἱ. ἄγειν Ar.Pax900; ποιεῖν Th.3.104; ἱ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν, = Lat. ludus Troiae, Plu.Cat.Mi.3.
German (Pape)
[Seite 1259] ἡ, Pferderennen, Wettlauf zu Pferde od. zu Wagen; Pind. P. 4, 67 I. 3, 13; Plat. Ion 537 a; ἄγειν Ar. Pax 899; ποιεῖν Thuc. 3, 104; Xen. Hell. 3, 2, 5. Vgl. Plut. Cat. min. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
course de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἱππόδρομος.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποδρομία: ἡ состязание в беге на конях, конское ристание Pind., Thuc., Arph., Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποδρομία: ἡ, ἱπποδρομικὸς ἀγὼν ἵππων ἢ ἁρμάτων, Πινδ. Π. 4. 119, Ι. 3. 21, Ἀττ.· ἱπποδρομίαν ἄξετε Ἀριστοφ. Εἰρ. 899· ποιεῖν Θουκ. 3. 104· ἱππ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν (ἣν περιγράφει ὁ Οὐεργίλιος ἐν Αἰν. 5. 545 κἑξ.), Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδρομία· ἀγὼν Ἀθήνησι Θησεῖ ἀγόμενος».
English (Slater)
ἱπποδρομία horse race Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (P. 4.67) ἱπποδρομίᾳ κρατέων (I. 3.13)
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱπποδρομία) ιππόδρομος
ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.)
αρχ.
ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῦσι Τροίαν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἱπποδρομία: ἡ, ιπποδρομία ή αρματοδρομία, σε Αριστοφ., Θουκ.
Middle Liddell
ἱπποδρομία, ἡ,
a horse-race or chariot-race, Ar., Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
Translations
horse race
Azerbaijani: sürək; Bashkir: бәйге; Chinese Mandarin: 跑馬/跑马, 賽馬/赛马; Danish: hestevæddeløb; Dutch: harddraverij; Finnish: ratsastuskilpailu; French: course de chevaux; Galician: carreira de cabalos; Georgian: დოღი; German: Pferderennen; Greek: ιπποδρομία; Ancient Greek: ἱπποδρομία, ἱππικὸς δρόμος, ἱππικὸς ἀγών; Hungarian: lóverseny; Japanese: 競馬; Korean: 경마(競馬); Kyrgyz: байге; Norwegian Bokmål: hesteløp; Nynorsk: hesteløp, hestelaup; Plautdietsch: Pieetsreess; Russian: скачки; Swedish: kapplöpning; Turkish: at yarışı; Uzbek: poyga