σκολοπηῒς μοῖρα

From LSJ
Revision as of 11:45, 17 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br />(<b>κυρίως στη φρ.</b>) «σκολοπηῒς μοῖρα» — θάνατος με ανασκολοπισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> σκόλοψ, -<i>οπος</i> «πάσσαλος, παλούκι» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηΐς</i> (πρβλ. ζεφυρη...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κυρίως στη φρ.) «σκολοπηῒς μοῖρα» — θάνατος με ανασκολοπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, -οπος «πάσσαλος, παλούκι» + κατάλ. -ηΐς (πρβλ. ζεφυρηΐς)].

German (Pape)

[Seite 902] das Schicksal eines Gespießten, Maneth. 4, 198.