σκολοπηῒς μοῖρα
From LSJ
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κυρίως στη φρ.) «σκολοπηῒς μοῖρα» — θάνατος με ανασκολοπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, -οπος «πάσσαλος, παλούκι» + κατάλ. -ηΐς (πρβλ. ζεφυρηΐς)].
German (Pape)
[Seite 902] das Schicksal eines Gespießten, Maneth. 4, 198.