πραγματευτικός

From LSJ
Revision as of 07:39, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτευτικός Medium diacritics: πραγματευτικός Low diacritics: πραγματευτικός Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pragmateutikós Transliteration B: pragmateutikos Transliteration C: pragmateftikos Beta Code: pragmateutiko/s

English (LSJ)

πραγματευτική, πραγματευτικόν,
A occupied in business, Procl.Par. Ptol.95, Sch.Ar.Pl.521, f.l. in Porph.Abst.1.3.
II levied on traders, χρυσάργυρον PLips.64.30 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 693] in Geschäften erfahren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτευτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς ἐμπορικὰς ἐργασίας ἀσχολούμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 521.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πραγματεύομαι
1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις
2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες.
επίρρ...
πραγματευτικῶς Α
κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων.