πραγματευτικός
From LSJ
English (LSJ)
πραγματευτική, πραγματευτικόν,
A occupied in business, Procl.Par. Ptol.95, Sch.Ar.Pl.521, f.l. in Porph.Abst.1.3.
II levied on traders, χρυσάργυρον PLips.64.30 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 693] in Geschäften erfahren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτευτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς ἐμπορικὰς ἐργασίας ἀσχολούμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 521.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πραγματεύομαι
1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις
2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες.
επίρρ...
πραγματευτικῶς Α
κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων.