αργά

From LSJ
Revision as of 14:01, 12 December 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

(Μ ἀργά) επίρρ. [[[αργός]] II
1. σιγά, χωρίς βιασύνη
2. άκαιρα, παράκαιρα
3. το βραδάκι
4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας
5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα
6. ως ουσ. το βράδι
7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» — κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος
β) «κάλλιο αργά παρά ποτέ» — είναι προτιμότερο να κάνει κάποιος το καλό παράκαιρα από το να μην το κάνει καθόλου.