κοινολογέομαι
English (LSJ)
fut. -ήσομαι Plb.21.39.2: aor.
A ἐκοινολογησάμην Hdt.6.23, Th.8.98, etc.: later aor. Pass. ἐκοινολογήθην Plb.2.5.4, al., SIG568.4 (Halasarna, iii B.C.): pf.κεκοινολόγημαι OGI315.37 (Pessinus, ii B.C.), D.C.49.41: plpf. ἐκεκοινολόγηντο Th.7.86: (λόγος): —commune, take counsel with, τινι Hdt.6.23, Th.8.98, etc.; πρός τινα Id.7.86, Plb.18.34.5, Jul.Caes.335c; κ. ἀλλήλοις περί τινος Arist. Pol.1268b7; πρός τινα ὑπέρ τινος Plb.10.42.4; κ. περί τινος deliberate on... D.S.19.46; κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Luc.Deor.Conc.1. II Pass., γράμματα-λογούμενα κατὰ μίμησιν signs used with common (i.e. direct) significance, opp. ἀλληγορούμενα, Porph.VP12.
German (Pape)
[Seite 1468] sich gemeinschaftlich besprechen, sich mit Einem berathen, verabreden; τινί, Her. 6, 23; ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο Thuc. 7, 86; τινὶ περί τινος, Arist. pol. 2, 8; Pol. u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 4 da calumn. 2 Nigr. 24. – Neben dem aor. med., z. B. Her. a. a. O., Xen. Hell. pass., κοινολογηθῆναι πρὸς ἀλλήλους ὑπὲρ τῶν ἐνεστώτων Pol. 10, 42, 4, öfter.