λύμη
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
ἡ,
A outrage, maltreatment, esp. by maiming, ἐπὶ λύμῃ for the sake of insult, Hdt.2.121. δ; δόμων ἐπὶ λύμῃ A.Th. 880 (lyr.); ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ Id.Eu.377 (lyr.); ἄνδρα οὕτω αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον Hdt.2.162; ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λ. τῇ πόλει Pl.Lg.919c; λ. καρπῶν καὶ προβάτων X.Oec.5.6; χωρὶς τῆς ἄλλης λύμης besides the mischief done, Hp.Fract.3: freq. in pl., outrages, indignities, λυμαίνεσθαι λύμῃσι Hdt.6.12; χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾶσιν κακοῖς S.El.1196, cf. 1195; φθείρειν λύμαις ἐχθίσταις Ar.Av. 1068; ταῖσδ' ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις A.Pr.148 (lyr.), cf. 427 (lyr.); ἐπὶ ταῖς ἐρεθιζούσαις τὸν νουθετούμενον λύμαις Phld.Lib.p.8 O. II corruption, καθάπερ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις δὲ θρῖπες . . συμφυεῖς εἰσι λῦμαι Plb.6.10.3. III damage in financial sense, πρὸς λύμην τῶν βασιλικῶν φόρων PMasp.2 iii 18 (vi A. D.), cf. 4.16 (vi A. D.); injury from disease, Ruf.Fr.64.
German (Pape)
[Seite 70] ἡ, schmähliche Behandlung in Worten und Werken, Beschimpfung, Schmach, Mißhandlung, auch übh. Schaden, Verderben; ταῖσδ' ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις Aesch. Prom. 148, wie 425; δόμων ἐπὶ λύμῃ Spt. 861; καὶ χερσὶ καὶ λύμαισι Soph. El. 1187; λύμας ἀντίποιν' ἐμᾶς Eur. Hec. 1074, vgl. Heracl. 471; λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν τι, Ar. Av. 1068; ἐπὶ λύμῃ, um Einem zu beschimpfen, Her. 2, 121, 4, wie σἄνδρα οὕτο αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον, von einem Menschen, dem Nasen u. Ohren abgeschnitten sind, 2, 162; vgl. auch λυμαίνομαι; – ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει, es dürfte der Stadt kein großer Nachtheil daraus erwachsen, Plat. Legg. XI, 919 c; αἱ κύνες τὰ θηρία ἀπερύκουσιν ἀπὸ λύμης καρπῶν καὶ προβάτων Xen. Oec. 5, 6; Sp., wie Pol. 6, 10, 3. – Auch = λῦμα, Besudelung, Unreinigkeit, ποταμὸς πάσας ὑποδεχόμενος τὰς ἀνθρωπείας λύμδς Pol. 5, 59, 11