κλόπιος
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
English (LSJ)
α, ον, (κλώψ)
A thievish, artful, μῦθοι Od.13.295; χείρ AP9.249 (Maec.); ὁδός APl.4.123.
German (Pape)
[Seite 1456] diebisch, listig, verstohlen; λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων Od. 13, 294; χείρ Qu. Maec. 10 (IX, 249); στείχειν κλοπίην ὁδόν, von Dieben, Ep. ad. 289 (Plan. 123).