ἐπάϊστος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον, (ἐπαϊω)
A heard of, detected, usu. c. part., ἐ. ἐγένετο ἐργασμένος Hdt.2.119; ἐ. ἐγένετο προδιδούς Id.8.128, cf. 6.74; ἐ. ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω Id.3.15, cf. 7.146; perceived, Ant.Lib.34.4. Adv. -τως Onat. ap. Stob.1.1.39 (dub.).
German (Pape)
[Seite 896] gehört, ruchbar; ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο εἰργασμένος, es wurde bekannt, daß er dies gethan hatte, Her. 2, 119, öfter; ἐπεί τε ἐπάϊστος ἐγένετο ὑπὸ Καμβύσεω 3, 15. Sonst nur Sp.