θέσπισμα
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ατος, τό, mostly in pl.,
A oracles, oracular sayings, Hdt. 2.29, A.Fr.86, S.OT971: sg., E.Ion405. 2 Imperial constitution, Wilcken Chr.6.12 (pl., v A.D.), Just.Nov.113.1.1.
German (Pape)
[Seite 1204] τό, Götterspruch, Orakel; ἐπεάν σφεας ὁ θεὸς κελεύῃ διὰ θεσπισμάτων Her. 2, 29; Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματα Aesch. frg. 74; τὰ παρόντα θεσπίσματ' οὐδενὸς ἄξια Soph. O. R. 973; τί θέσπισμ' ἐκ Τροφωνίου φέρεις Eur. Ion 405. – Sp. auch = Befehl des Kaisers.