καλλίκαρπος
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
ον,
A rich in fine fruit, of places, Σικελία A.Pr.371, cf. E.HF464, Str.17.3.21: Comp. -ότερος Thphr.HP3.8.1: Sup. -ότατος, τόπος Plb.5.19.2. 2 of trees, bearing fine fruit, μῖλαξ E.Ba.108 (lyr.), cf. Thphr.CP1.17.10 (Comp.). II Διόνυσος κ., identified with Domitian, Jahresh.18 Beibl.55 (Anazarba).
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönen Früchten, fruchtbar; Σικελία Aesch. Prom. 369; Πελασγία Eur. Herc. F. 464; μίλαξ Bacch. 108; Sp., τόπος καλλικαρπότατος Pol. 5, 19, 2, Κυρήνη Strab. XVII, 837, χώρα Plut. Lyc. 15.