καλλίκαρπος
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
καλλίκαρπον,
A rich in fine fruit, of places, Σικελία A.Pr.371, cf. E.HF464, Str.17.3.21: Comp. καλλικαρπότερος Thphr.HP3.8.1: Sup. καλλικαρπότατος, τόπος Plb.5.19.2.
2 of trees, bearing fine fruit, μῖλαξ E.Ba.108 (lyr.), cf. Thphr.CP1.17.10 (Comp.).
II Διόνυσος καλλίκαρπος, identified with Domitian, Jahresh.18 Beibl.55 (Anazarba).
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönen Früchten, fruchtbar; Σικελία Aesch. Prom. 369; Πελασγία Eur. Herc. F. 464; μίλαξ Bacch. 108; Sp., τόπος καλλικαρπότατος Pol. 5, 19, 2, Κυρήνη Strab. XVII, 837, χώρα Plut. Lyc. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit de beaux fruits.
Étymologie: καλός, καρπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίκαρπος -ον [καλός, καρπός] rijk aan mooie vruchten; mooie vrucht dragend.
Russian (Dvoretsky)
καλλίκαρπος: (ῐ) производящий прекрасные плоды, плодоносный (Σικελία Aesch.; Πελασγία, μίλαξ Eur.; χώρα Polyb., Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καλλίκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει ή έχει ωραίους καρπούς, ο πλούσιος σε ωραίους καρπούς («τῆς καλλικάρπου Σικελίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -καρπος (< καρπός), πρβλ. λεπτόκαρπος, ξηρόκαρπος].
Greek Monotonic
καλλίκαρπος: -ον, αυτός που έχει ωραίους καρπούς, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκαρπος: -ον, ἔχων ὡραῖον καρπόν, πλούσιος εἰς ὡραίους καρπούς, ἀγλαόκαρπος, τῆς καλλικάρπου Σικελίας Αἰσχύλ. Πρ. 369, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 464· Συγκρ. -ότερος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 1· Ὑπερθ. -ότατος τόπος Πολύβ. 5. 19, 2. 2) ἐπὶ δένδρων, μῖλαξ Εὐρ. Βάκχ. 108, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 10.
Middle Liddell
καλλί-καρπος, ον
with beautiful fruit, Aesch., Eur.
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний
fertile
Arabic: خَصِب; Asturian: fértil; Azerbaijani: münbit, məhsuldar, bərəkətli; Basque: emankor; Breton: strujus; Bulgarian: плодороден; Catalan: fèrtil; Chinese Mandarin: 肥沃; Czech: úrodný; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Finnish: viljava, hedelmällinen; French: fertile; Galician: fértil; Georgian: ნოყიერი; German: fruchtbar, geil; Ancient Greek: γόνιμος; Hindi: उपजाऊ; Hungarian: termékeny; Ido: fertila; Indonesian: subur; Irish: torthúil, méiniúil, arúil, méith; Japanese: 肥沃な; Korean: 걸다, 비옥(肥沃)하다; Kurdish Central Kurdish: بەپیت; Latin: ferax, fecundus, fertilis; Latvian: auglīgs, ražīgs; Lithuanian: derlingas; Malay: subur; Maori: haumako, mōmona; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Old English: wæstmbǣre; Persian: حاصلخیز; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: żyzny; Portuguese: fértil; Russian: плодородный; Slovene: ploden, plodovit; Spanish: fértil, feraz; Swedish: bördig; Thai: อุดมสมบูรณ์, อุดม, สมบูรณ์; Turkish: verimli, bitek, mahsuldar, feyyaz, gür; Urdu: زرخیز; Vietnamese: màu mỡ; Yiddish: פֿרוכטבאַר; Zazaki: mexel, xesad