κτάομαι
English (LSJ)
Ion. κτέομαι, only as v.l. in Hdt.8.112: fut.
A κτήσομαι Archil.6.4, Thgn.200, A.Eu.289, Th.6.30, Pl.R.417a, etc. (in pass. sense, Plot.2.9.15, s.v.l.); κεκτήσομαι A.Th.1022, E.Ba.514, Pl.Grg. 467a (ἐκτήσομαι in La.192e, and prob. in Emp.110.4): aor. ἐκτησάμην, Ep.κτ-, Od.14.4, Pi.Pae.2.59, etc.: pf. κέκτημαι Hes.Op.437, etc., ἔκτημαι Il.9.402, A.Pr.795, Hdt.2.44, and sts. in Pl. (κεκτῄμεθα and ἐκτῆσθαι in following lines, R.505b, ἐκτῆσθαι τοῦ κεκτῆσθαι ἕνεκα Tht. 198d); Ion. 3pl. ἐκτέαται Hdt.4.23; subj. κέκτωμαι Isoc.3.49, Pl. Lg.936b; opt. κεκτῄμην, ῇτο, ib.731c, 742e, κεκτῴμην E.Heracl.282 codd.: plpf. ἐκεκτήμην And.1.74, 4.41, Lys.2.17, etc.; poet. κεκτήμην E.IA404; Ion. 3pl. ἔκτηντο Hdt.2.108; Att. 1pl. ἐκτήμεθα f.l. in And.3.37: for fut. and aor. Pass., v. infr.111. I pres., impf., fut., and aor., 1 procure for oneself, get, acquire, κτήμασι τέρπεσθαι τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς Il.9.400, etc.; [οἰκῆας] Od.l.c.; γῆν A.Eu. l.c., cf. Pers.770; of horses, win (as a prize), Pi.N.9.52; κτήσασθαι βίον ἀπό τινος to get one's living from a thing, Hdt.8.106; win favour, and the like, χάριν ἀπό τινος, ἔκ τινος, S.Tr.471, Ph.1370; παρά τινος X. Smp.4.43; τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων Isoc.5.68; κ. φίλους, ἑταίρους, S.Aj.1360, E.Or.804 (troch.); κτήσασθαι παῖδας ἐξ ὁμοσπόρου Id.IT696, cf. S.OT1499, Hdt.8.105; παῖδας ἐς δόμους κτήσασθαι E.Fr.491, cf. Supp.225; πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι D.1.23. b of consequences, bring upon oneself, αὑτῷ θάνατον S.Aj.968; incur, θεᾶς ὀργήν ib.777; κακά Id.El.1004; ξυμφοράς E.Or.543; ἔχθραν πρός τινα Th.1.42; δυσσέβειαν κ. get a name for impiety, S.Ant.924; κακὸν λόγον πρὸς ἀστῶν E.Heracl.166, cf. IT676; ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κ. Th.1.123. c κ. τινὰς πολεμίους make them so, X.An.5.5.17; οὔ ποτ' εὔνουν τὴν ἐμὴν κτήσῃ φρένα S.Ph. 1281. 2 procure or get for another, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος Od.20. 265; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω A.Pers.755 (troch.), cf. X. Oec.15.1. II in pf. and plpf. with fut. κεκτήσομαι, to have acquired, i.e. possess, hold (opp. χρῆσθαι, Pl.Euthd.28od), οὐδ' ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Il.9.402, cf. X. Cyr.8.3.46, Pl.Phdr.260b; ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Hdt.1.155, cf. S.Ph.778; στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι Hdt.7.161; κοινὸν ὄμμ' ἐκτημέναι A.Pr.795; φωνὴν βάρβαρον κεκτ. Id.Ag.1051; κεκτ. τινὰ σύμμαχον E.Ba.1343; κ. κάλλος X.Smp.1.8; ἀρετήν Pl.Prt.340e; τέχνην Lys.24.6; ποίησιν to be master of it, Pl.Lg.829c: dub. in aor., ἀγορὰς κτησάμενοι having market-places, Hdt.1.153 (leg. στησάμενοι): with impers. subject, πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων involving effort, Epicur.Sent.21:—the diff.between pres.and pf. appears from X.Mem.1.6.3, ἃ [χρήματα] καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους . . ποιεῖ ζῆν: later, pres. in pf. sense, Ev.Luc.18.12. b of evils, ἄγος κεκτήσεται θεῶν A.Th.1022; κακά E.Hel.272; φθόνον Pl.Lg.870c. c have in store, opp. ἔχω, have in hand, ready for use, ἔχων τε καὶ κεκτημένος . . κακά S.Ant.1278; ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος Pl.R. 382b. cf. Tht.197b, 198d, Cra.393b; κ. ἱμάτιον own, opp. ἔχειν (wear), Id.Tht.197b. d abs., to be a property-owner, τῶν ἐκτημένων ἐν τῇ χώρᾳ SIG633.73 (Milet., ii B.C.), cf. 888.15 (iii A.D.). 2 ὁ κεκτημένος owner, master (esp. of slaves), as Subst., Ar.Pl.4, etc.; οἱ κ. A.Supp.337; of a husband, E.IA715; ἡ κεκτημένη my mistress, S. Fr.762, Ar.Ec.1126, Men.Pk.61, al., cf. Phryn.Com.48. III aor. 1 Pass. ἐκτήθην in pass. sense, to be gotten, ἃ ἐκτήθη Th.1.123, 2.36; to be obtained as property, δουλόσυνος πρὸς οἶκον κτηθεῖσα E.Hec.449 (lyr.), cf. D.H.10.27, etc.: fut. κτηθήσομαι LXX Je.39 (32).43. (Act. κτάω very late, PLond.1.77 (vi A.D.).)
German (Pape)
[Seite 1517] ion. κτέομαι, Her. 8, 112, wie conj. κτέωμαι, 3, 98; perf. κέκτημαι, auch ἐκτῆσθαι, Il. 9, 402, u. gew. bei Her., ἐκτέαται, 4, 23. 174; auch Aesch. ἐκτημέναι, Prom. 797, u. als v. l. Plat. Prot. 340 e, u. sonst an einzelnen Stellen; dazu conj. κεκτῆται, Xen. Conv. 1, 8, Plat. Legg. XI, 736.b, κεκτῆσθε, Isocr. 3, 49; opt. κεκτῴμην, Eur. Heracl. 283, oder κεκτῇτο, Plat. Legg. V, 742 e; – sich erwerben, sich verschaffen, in seinen Besitz bringen; κτήμασι τέρπεσθαι, τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς Il. 9, 400, vgl. Od. 14, 14; selten = einem Andern Etwas erwerben, τινί τι, 20, 265; φιάλας ἵπποι κτησάμεναι Pind. N. 9, 52; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ Aesch. Pers. 741; κτήσεται δ' ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν Eum. 289; παῖδας ἔκ τινος Eur. I. T. 696; vgl. Soph. O. R. 1499; auch κακά, El. 992, wie Eur. Med. 1047; ξυμφοράς Or. 542; θεᾶς ὀργήν, sich den Zorn zuziehen, Soph. Ai. 764; τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ' ἐκτησάμην, ich zog mir den Vorwurf der Gottlosigkeit zu, Ant. 915, womit Eur. Med. 218 zu vgl., ἐκτέετο χρήματα Her. 8, 112; ἀπολαύουσι τάχιστα διὰ.τὸ ἀεὶ κτᾶσθαι, weil sie immer auf Erwerb bedacht sind, Thuc. 1, 70; εὔνοιαν, ἔχθραν, 1, 42, ἑταίρους, Plat. Gorg. 461 c, wie τινὰ πολέμιον, sich Jemanden zum Feinde machen, Xen. An. 5, 5, 17; Folgende überall; τὶ πρός τινος, Eur. Heracl. 167, ἔκ τινος, Xen. Cyr. 8, 2, 22; παρά τινος, Hier. 1, 13; Dem. 18, 94; auch κτήσει τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Isocr. 5, 68. – Perf. κέκτημαι, sich erworben haben, dah. besitzen, haben, φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Aesch. Ag. 1021; dazu fut. κεκτήσεται, er wird besitzen, haben, Prom. 1008; ἔχων τε καὶ κεκτημένος vrbdt Soph. Ant. 1265, wie Plat. Rep. II, 382 b; unterschieden aber Theaet. 199 a; οὔ τι γὰρ κεκτήμεθα ἡμέτερον αὐτὸ τὸ σῶμα, πλὴν ἐνοικῆσαι βίον Eur. Suppl. 534, λαβὼν ταῦτα, κέκτησο καὶ χρῶ, ὥςπερ βούλει Xen. Cyr. 8, 3, 46; Plat. u. A. ὁ κεκτημένος, der Herr. – Aor. pass. in passiver Bdtg, ἃ ἐκτήθη Thuc. 1, 123, Eur. Hec. 449 u. Sp., wie D. Hal. 10, 27; so auch κεκτημένος in passiver Bdtg, Thuc. 7, 70, wie Plat. Legg. XII, 965; sehr späte Schriftsteller brauchen so das praes., vgl. Schäfer Schol. Par. Ap. Rh. 1, 895. – Adj. verb.; κτητέον χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα Plat. Rep. II, 373 a; κτητός s. unten.