ἐπιπίπτω
English (LSJ)
A fall upon or over, ἐπέπιπτον ἀλλήλοις Th.7.84; ἐπί τι X.Oec.18.7, cf. Thphr.CP5.4.5: metaph., ἐπέπεσε μοῖρα Pi.Pae.2.64; ἐπί τι Isoc.5.89; διαλογισμοὶ ἐπιπίπτουσί τινι Plu.Oth.9. 2. of money, accrue, τὸ μέρος ὃ εὑρίσκομες ἐπιπῖπτον ἐπὶ τὸ χρέος τὸ ὀφειλόμενον SIG953.66 (Cnidus, ii B.C.). II. fall upon in hostile sense, attack, assail, τινί Hdt.4.105, Th.3.112; ἀφυλάκτῳ αὐτῷ ἐ. Hdt.9.116; ἀφάρκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Th.1.117; ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις X.Cyr.7.4.3; also ἐς τοὺς Ἕλληνας, v.l. for ἐσ-, Hdt.7.210; of storms, τοῖσι βαρβάροισι ὁ βορῆς ἐπέπεσε ib.189; χειμὼν ἐπιπεσών Pl.Prt. 344d; of winds meeting one another, Arist.Mete.364b3; of diseases, Hp.Aër.3; ἡ νόσος ἐ. τοῖς Ἀθηναίοις Th.3.87; so of grief, misfortunes, etc., οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λῦπαι E.Andr.1043 (lyr.), etc.; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Th.3.82, etc. 2. come on after, ἐ. ῥῖγος πυρετῷ Hp.Aph.4.46. 3. accumulate, πλήθη σίτου ἐπιπεπτωκέναι PPetr.2p.62 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 969] (s. πίπτω), darauffallen; εἰκὸς ἐπιπίπτειν τὰ ἄχυρα ἐπὶ τὸν σῖτον Xen. Oec. 18, 7; τὰ ἐπιπίπτοντα ἐκ τοῦ τείχους, das von der Mauer auf sie Fallende oder Herabgeworfene, App. B. C. 4, 111; bes. feindlich anfallen, angreifen, τινί, Her. 9, 116; Thuc. 3, 112; ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις Xen. Cyr. 7, 4, 3; Folgde; εἴς τινα, Her. 7, 207. So auch von unangenehmen Dingen, die eintreten, Einen befallen, πόνων ἐπιπιπτόντων Plat. Legg. V, 732 c; χειμὼν ἐπιπεσών Prot. 344 d, wie Her. ὁ βορῆς 7, 189; σήματα Plat. Rep. III, 405 c; ἀνάγκη Legg. VI, 762 c; vgl. Eur. οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λύπαι Andr. 1044; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Thuc. 3, 82; νόσος 87; – ἐπὶ ταύτην τὴν παράκλησιν, darauf kommen, verfallen, Isocr. 5, 89; wie unser »einfallen«, ἐπιπίπτειν τοιούτους λογισμοὺς τοῖς γνησίοις τῶν στρατιωτῶν Plut. Oth. 9.