ὀπυίω
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
Att. ὀπύω Arist.EN1148b32, Moer.p.278 P., also Cerc.17.41 (Hsch. gives ὀπυόλαι· γεγαμηκότες), used by Hom. only in pres., and in impf. with or without augm.: fut. ὀπύσω [ῡ] Ar.Ach.255.—Ep. Verb, used also in Cret. (v. infr.) and later Att. Prose: I Act., of the man, marry, take to wife (= τὸ κατὰ νόμον μίγνυσθαι, Hsch. s.v. βεινεῖν), τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Od.4.798, cf. 2.207, Il.16.178 ; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε 13.429, cf. 18.383 ; τοῦ γὰρ ὀπυίεις παῖδα Hes.Sc.356 ; δῶκεν ὀπυίειν θυγατέρα ἥν Id.Th.819, cf. Pi.I.4(3).59, Ar.l.c.; αἰ δέ κα . . ὁ ἐπιβάλλων ἡβίονσαν λείονσαν ὀπυίεθθαι μὴ λῇ ὀπυίεν if . . the man whose right it is does not wish to marry her, though she is of marriageable age and willing to marry, Leg.Gort.7.42 : abs., πέντε δέ τοι φίλοι υἷες... οἱ δύ' ὀπυίοντες, τρεῖς δ' ἠΐθεοι θαλέθοντες two wedded. etc., Od.6.63. 2 Pass., of the woman, to be married, τόν ῥ' ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ Il.8.304, cf. Solon. ap. Plu.Sol. 20 ; αἰ κύσαιτο καὶ τέκοι ϝοικέα μὴ ὀπυιομένα Leg.Gort.4.19 : c. dat., αἰ δὲ τῷ αὐτῷ αὖτιν ὀπυίοιτο πρὸ τῶ ἐνιαυτῶ ib.4. II later, in Act., merely to have connexion with a woman, Cerc. l.c., Luc.Eun. 12, Merc.Cond.41, etc.:—Pass., of the woman, οὐκ ὀπύουσιν ἀλλ' ὀπύονται [γυναῖκες] Arist. l.c., cf. AP10.56.7 (Pall.); ἔνθ' ἂν εὕρῃ τὸν ἄρρενα ὑπὸ τῆς θηλείας ὀπυιόμενον D.H.19.2. (ὀπύ (ς) yω, cf. ὀπυσ-τύς and perh. Skt. pusyati 'nourish', 'maintain'.)
German (Pape)
[Seite 364] att. ὀπύω, nach Moeris attisch für das hellenistische συγγίνεσθαι, ehelichen, zur Frau nehmen u. haben; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε θυγατρῶν, Il. 13, 429; τοὶ Χαοίτων μίαν δώσω ὀπυιέμεναι, καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν, 14, 268, öfter, immer von der rechtmäßigen Ehe; auch absolut, οἱ δύ' ὀπυίοντες, zwei verheirathet, Od. 6, 63; einmal bei Hom. auch pass., τὸν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ, Il. 8, 304; Ἥβαν ὀπυίει, Pind. I. 3, 77; ὅστις σ' ὀπύσει, Ar. Ach. 243; Ap. Rh. 1, 46; Theocr. 22, 161; Pallad. 5 (X, 56); auch in späterer Prosa, ὅτι αἱ γυναῖκες οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ' ὀπυίονται, Arist. Eth. 7, 5; ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ὀπυίεσθαι, Plut. Sol. 20; Luc. Gall. 16 u. öfter; s. Piers. zu Moeris p. 278, der wie Porson zu Od. 4, 798 die Form ὀπύω vorzieht.