ὑπόνοια
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ἡ, (ὑπονοέω)
A suspicion, conjecture, guess, Ar.Pax993 (pl., anap.); τοῦ μὴ συνειληφέναι Sor.2.54, cf. Gal.6.663; ὑπόνοιαι τῶν μελλόντων notions formed of future events, Th.5.87; ἡ ὑ. τῶν ἔργων Id.2.41, cf. E.Ph.1133; in bad sense, ὑπόνοιαι πλασταί D.48.39, cf. Men.Mon.732. 2 suggestion, Phld.Mus.p.71 K.; imputation, Id.D.1.13. II the real meaning which lies at the bottom of a thing, deeper sense, τὰς ὑ. οὐκ ἐπίστανται X.Smp.3.6; esp. covert meaning (such as is conveyed by myths and allegories), ὁ . . νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑ. καὶ ὃ μή Pl.R.378d, cf. Plu.2.19e; opp. αἰσχρολογία, Arist.EN1128a24; καθ' ὑπόνοιαν by insinuation, covertly, Plb.28.4.5, D.H.Rh.9.1; δι' ὑπονοιῶν Alciphr.2.4.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, versteckte Meinung, Verdacht, Argwohn, Vermuthung, Sinn einer Rede; ὑπόνοιαν, οἷα πείσεται ἡ πόλις Eur. Phoen. 1146; Thuc. 5, 87; ὑπόνοιαι πλασταὶ καὶ προφάσεις ἄδικοι Dem. 48, 39; öfter bei Folgdn; ἐν ὑπονοίᾳ ἦσαν χαίροντες Pol. 5, 15, 1; παρὰ ὑπόνοιαν, wider Erwarten, 1, 60, 1; εἰς ὑπόνοιαν ἔρχονται Luc. Asin. 47; ἐν ὑπονοίᾳ und καθ' ὑπόνοιαν, allegorisch, sinnbildlich, vgl. Ruhnk. Tim. p. 200; Ggstz ἐπ' ὀνόματος, Pol. 28, 4,5; eben so δι' ὑπ ονοιῶν, Thuc. 2, 41, l. d.; so δι' ὑπονοιῶν τωθάζειν Alciphr. 2, 4; vgl. noch θρασυνόμενον ἀβεβαίοις ὑπονοίαις ὑβρίζειν Plut. Sol. 28.