τερσαίνω
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
A dry up, αἷμα μέλαν τέρσηνε Il.16.529: pres. in Lyc. 390, Nic.Al.551:—Pass., to be dried up, μυῖαι τερσαίνοντο A.R.4.1405; to be dried, of figs, Jul.Ep.180: cf. τέρσομαι.
German (Pape)
[Seite 1095] trocknen, abtrocknen, abwischen; αἷμα μέλαν τέρσηνε, Il. 16, 529; μυῖαι τερσαίνοντο, Ap. Rh. 4, 1405; vgl. τέρσομαι.