κώμη

From LSJ
Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώμη Medium diacritics: κώμη Low diacritics: κώμη Capitals: ΚΩΜΗ
Transliteration A: kṓmē Transliteration B: kōmē Transliteration C: komi Beta Code: kw/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A unwalled village, opp. fortified city (said to be Dor. = Att. δῆμος, Arist.Po.1448a36, cf. κωμῳδία), Hes.Sc.18, Hdt.5.98; opp. πόλις, Pl.Lg.626c; κατοικῆσθαι κατὰ κώμας Hdt.1.96; πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κ. οἰκουμέναις formed of scattered villages, Th.1.5; πόλεως . . κατὰ κ. τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης ib.10, cf. 3.94; διοικίζεσθαι κατὰ κώμας X.HG5.2.5; κατὰ κ. κεχωρισμένοι Arist.Pol.1261a28.    II quarter, ward of a city, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46, cf. Pl.Lg. 746d.

German (Pape)

[Seite 1544] ἡ, Dorf, Flecken; ein offener Ort, in welchem mehrere Familien in besonderen Wohnungen leben und eine Gemeinde bilden, im Ggstz der mit Mauern umschlossenen Stadt, eigtl. dorisch (Arist. poet. 3, 6 οἱ Πελοπ οννήσιοι κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν), dem att. δῆμος entsprechend; Hes. Sc. 18; προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Thuc. 1, 5, vgl. 1, 10. 3, 94; im Ggstz von πόλις Plat. Legg. I, 626 c; οἰκίαν καὶ κώμην καὶ πόλιν ἔχειν ib. 627 a, vgl. Rep. V, 475 d; φρατρίας καὶ δήμους καὶ κώμας Legg. V, 716 d; Xen. u. Folgde. – Auch ein Quartier, ein Viertel in einer Stadt, vicus, B. A. 274, 30; διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr. 7, 46. – Nach Philozen. bei St. B. v. κώμ η von κοιμᾶσ θαι, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρ'α ἔκτισαν πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι νυκτὸς ἐπιγιγνομένης.