ὀριγνάομαι
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι D.C.41.53 : aor. ὠριγνήθην Antipho Soph. 21, Isoc.Ep.6.9 :—stretch oneself, like ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.Sc.190. 2 c. gen., stretch oneself after a thing, aim at, grasp at, ὅτε . . θηρῶν ὀριγνῷτο E.Ba.1255 ; ποίας δόξης Isoc. l. c.; τελαμῶνος Theoc.24.44 ; κερδέων Herod.7.37 ; χορείας Pl.Ax.366a ; τοῦ πλείονος Socr.Ep.29, D.C.l.c.; aim at, strive, c. inf., κενῶσαι τελέως Gal. 11.363 ; νικῆσαι Id.10.5. 3 reach, win, Δήμητρος εὐνῆς D.H.1.61 (v.l. εὐνήν).
German (Pape)
[Seite 377] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v. l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.