ὀρέγομαι
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (Strong)
middle voice of apparently a prolonged form of an obsolete primary (compare ὄρος); stretch myself, to stretch oneself, i.e. reach out after (long for): covet after, desire. See ὀρέγω.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι)
επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ.
β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ.
γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῦτος γενέσθαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. ενεργ. ὀρέγω
α) εκτείνω, απλώνω («χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντος», Ομ. Οδ.)
β) δίνω απλώνοντας τα χέρια, παρέχω («ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει», Πλάτ.)
2. παθ. ὀρέγομαι
εκτείνομαι προς τα έξω, απλώνομαι («ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου» — καθώς ακουμπούσε στον δίφρο και τεντωνόταν προς τα έξω, Ησίοδ.)
3. σπεύδω, προθυμοποιούμαι σε κάτι, έχω διάθεση ή επιθυμία για κάτι («ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν» — έσπευδαν στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.,)
4. απλώνω τα χέρια μου και πιάνω κάτι («οὗ παιδὸς ὀρέξατο», Ομ. Ιλ.)
5. (με εχθρική σημ.) προσβάλλω, χτυπώ («δηΐων ὀρέγοιτ' ἐγγύθεν ἱστάμενος», Τυρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀρέγω / ὀρέγομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα reg- «κατευθύνω, διευθύνω, τεντώνω, εκτείνω, ανορθώνω» (πρβλ. λατ. regō «κατευθύνω στον σωστό δρόμο, διευθύνω», ιρλδ. rigim «απλώνω, τεντώνω»). Το αρκτικό ὀ- του ελλ. τ. ερμηνεύεται είτε ως προθεματικό μόριο ὀ- (ΙΙ) (πρβλ. κέλλω: ὀ-κέλλω) είτε ως πρόθεση (πρβλ. ὀλόπτω, ὀρύσσω), η οποία προήλθε πιθ. από αρκτ. λαρυγγικό φθόγγο (ә3reg-). Ο αόρ. ὀρέξαι και το ρηματ. επίθ. ὀρεκτός πρέπει να θεωρηθούν παρλλ. ανεξάρτητοι σχηματισμοί με τα λατ. rēxi, rectus, αγγλ. right «ίσιος, ευθύς», αβεστ. rāšta- «ευθύς, ίσιος», όπως επίσης και το ελλ. ὄρεγμα με τα: λατ. regimen «κατεύθυνση», αβεστ. rasman «γραμμή μάχης». Το ρ. ὀρέγω / ὀρέγομαι με σημ. «εκτείνω, απλώνομαι, προθυμοποιούμαι, απλώνω τα χέρια μου και πιάνω κάτι» χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει την επιθυμία, τον πόθο, τη λαχτάρα για κάτι (πρβλ. όρεξη)].