πρόσκειμαι

From LSJ
Revision as of 19:47, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκειμαι Medium diacritics: πρόσκειμαι Low diacritics: πρόσκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: próskeimai Transliteration B: proskeimai Transliteration C: proskeimai Beta Code: pro/skeimai

English (LSJ)

(on the Ion. forms

   A v. κεῖμαι), serving as Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V.142, cf. E.Ph.739; δοκοὶ τῷ τείχει . . προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent, τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2, etc.; ὁ προσκείμενος [ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El.722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος (ὁ καλός ap. Stob.) τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15.    2 lie beside, cling to, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον S.Ant.1223.    3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul.109, Mul.1.37.    II generally, to be involved in or bound up with, εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El.240 (lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib.1040; κακοῖς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη E.Fr.418; cf. infr. 111.    2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61; τῷ δήμῳ Th.6.89, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god, τῷ Διονύσῳ D.C.51.25; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj.407 (lyr.); ταῖς ναυσί Th.1.93, cf. 8.89; τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph.254a; τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10; τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.; θειασμῷ Th.7.50, Plu.Nic.4.    3 urge, entreat, solicit, Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες . . X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr.543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18; δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33.    b in military sense, press hard, pursue closely, ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57, cf. 40,60; ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον E.IT316: metaph., ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr.240e: rarely c. acc., οἵ μ' ἀεὶ προσκείμενοι E.IA814 (s.v.l.).    III to be assigned to, fall to, belong to, τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities, τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant.1243; βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr.102; ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh.266; τὸ δ' ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον Id.Hipp.970; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to... A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, προξείνους ἀποδεικνύναι τούτοισι προσκεῖσθαι Hdt.6.57, cf. 1.119; ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel.443; ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh.107; of punishments, προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21 (sed leg. προκ-).    2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039; ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl.483; κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh.162; π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap.30e; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by... S.Ant.94; ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196: abs., ἡ χάρις προσκείσεται S.OT232; εἰ πρόσκειταί τι γράμμα ἢ ἀφῄρηται Pl.Cra.393d; αἱ γραφαὶ (of νώ) οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840.    3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί . . Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28.    4 in Logic, to be added as a determinant (v. πρόσθεσις 111.2), τὸ προσκείμενον Arist.Int.21a21; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr.30a1, Metaph.1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 768] (s. κεῖμαι), ion. προσκέομαι, dabei liegen, Thuc. 4, 112 u. sonst; anliegen, οὔατα προσέκειτο, Henkel saßen daran, Il. 18, 379; τῇ θύρᾳ, vor der Thür liegen, immer davor sein, Ar. Vesp. 142; Soph. εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ, El. 233, wie ᾡ σὺ πρόσκεισαι κακῷ, 1029, mit Glück, Unglück behaftet, verbunden sein; und umgekehrt, τὴν ἀβουλίαν, ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν, Ant. 1228; χἠ χάρις προσκείσεται, O. R. 232; προσκείμενον κέρδος πρὸς ἔργῳ, Eur. Rhes. 162; und noch dazu kommen, ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοῖς προσκείμενόν τι πῆμα, Heracl. 484. – Im eigtl. Sinne, davorsitzen, -lagern, ἑπτὰ προσκεῖσθαι πύλαις, Eur. Phoen. 746. – Als Gattinn dabeiliegen, zur Gattinn gegeben sein, τινί, Her. 1, 196; dazu gesetzt sein, εἰ πρόσκειταί τι γράμμα ἢ ἀφῄρηται, Plat. Crat. 393 d; Xen. Mem. 3, 14, 7. – Dab. übtr., sich auf Etwas gelegt haben, eine Sache eifrig betreiben, μώραις ἄγραις προσκείμεθα, Soph. Ai. 407; τῇ τοῦ ὄντος ἀεὶ διὰ λογισμῶν προσκείμενος ἰδέᾳ, Plat. Soph. 254 a, dah. auch τινί = Einem anhangen, ergeben sein, Her. 6, 61; τῷ λεγομένῳ, einer Sage anhangen, ihr beistimmen, 4, 11; οἴνῳ, dem Weine ergeben sein, 1, 133, wie τῇ φιλοινίῃ, 3, 84, τῷ δήμῳ, Thuc. 6, 89, der Demokratie; ταῖς ναυσί, 1, 93, vgl. 8, 89; ταῖς τοῦ χρηστηρίου ἐλπίσιν, Luc. Alex. 54. – Aber auch = Einem mit Bitten anliegen, mit Aufforderungen zusetzen, τινί, Her. 1, 123; auch in feindlichem Sinne, Einem feindlich zusetzen, ihn bedrängen, verfolgen, τινί, 9, 57, vgl. 40. 60; Thuc. 4, 33; τὸ προσκείμενον, das feindliche Heer, Her. 9, 61; so auch ἀνάγκησἀεὶ προσκειμένης μεταχειρίζεσθαι, Plat. Phaedr. 240 e; προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ, passivisch, der Stadt von Gott. auferlegt, Apol. 30 e; Pol. oft, z. B. τῇ πόλει, ihr hart zusetzen, 1, 11, 6. – Dah. auch zukommen, obliegen, gebühren, Her. 1, 83. 118. 2, 83. 6, 57. 7, 36.