ἐπιγίγνομαι
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
Ion. and later ἐπιγενν-γίνομαι [γῑ], fut. ἐπιγενήσομαι: aor. 2 ἐπεγενόμην: pf. ἐπιγέγονα: I. of Time, to be born after, come into being after, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρῃ (sc. φύλλα, nisi leg. ὥρη) 11.6.148; of persons, Hdt.7.2; οἱ ἐπιγινόμενοι ἄνθρωποι posterity, Id.9.85; οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί who came after him, Id.2.49; ἀνάγκη τὰ -όμενα κρατεῖν the new must prevail over the old, Th.1.71, cf. Pl.R.574a; ἀντὶ τῶν ἀποθανόντων ἕτεροι . . [ἐπιγενήσονται] X.Cyr.6.1.12, cf. Th.6.26; τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ the following, the next... Id.3.75; τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Id.4.52; χρόνου ἐπιγενομένου as time went on, Hdt.1.28, cf. Th.1.126 (v.l.); χρόνος . . παρὰ λόγον ἐπιγιγνόμενος Id.4.26; τὰ ἐπὶ τούτῳ ἐπιγενόμενα that happened after... Hdt.8.37. 2. follow, of a fleet, Th.3.77. II. of things, come at the end, come as fulfilment, c. dat., βουλαῖς οὐκ ἐπέγεντο τέλος Thgn.640; τὸ τέλος, ἡ τελευτὴ ἐ. τινί, Hdt.3.65, 7.157; esp. of sudden changes of weather and the like, supervene, καί σφι . . ἅμα τῇ βροντῇ σεισμὸν ἐπιγενέσθαι Id.5.85; πλέουσι αὐτοῖσι χειμὼν . . ἐπεγίνετο Id.8.13, cf. Th.4.3; ἐ. σφι τέρεα Hdt.8.37; νὺξ ἐ. ib.70; νὺξ ἐ. τῷ ἔργῳ Th.4.25; ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί seconded the flame, Id.3.74: abs., τοσαύτη ἡ ξυμφορὰ ἐπεγεγένητο Id.8.96, cf.1.16; ἐπιγενομένου νότου Act.Ap.28.13; τὴν ἐπιγινομένην ἡδονὴν . .τοῖς ἔργοις the supervening pleasure, Arist.EN1104b4; μέμψις καὶ μετάνοια ἐ. πράξεσι Plu. Tim.36. 2. come in after, ἐπὶ τῇ ναυμαχίῃ ἐ. Ἱστιαῖος Hdt.6.27, cf. Ar.Eq.136; come upon, assault, attack, τινί Th.3.30, 4.93; ἀφυλάκτοις καὶ ἐξαίφνης ἐ. Id.7.32, cf. 3.108; of disease, ἀρρωστία ἐ. D.36.7: freq. in Hp. of additional symptoms, supervene, Aph.5.2, Art.69,al. 3. befall, come to pass, Th.5.20. 4. fall to one, become due, μισθώσεις ἐ. D.36.9; τὰ ἐπιγινόμενα the accruing interest, Arist.Pol.1280a30, cf.IG12.236, al., BGU8 ii 4 (iii A.D.), etc. 5. to be incident to, δόξῃ ἐ. ψεῦδός τε καὶ ἀληθές Pl.Phlb. 37b. 6. to be added, πρός τι Arist. Cael.297a32.
German (Pape)
[Seite 932] ion. u. später ἐπιγίνομαι (s. γίγνομαι), dazu, danach entstehen, werden; von der Zeit, dazu kommen, herankommen, ἔαρος ἐπιγίγνεται ὥρη Il. 6, 148; χρόνου ἐπιγενομένου, nach Verlauf der Zeit, Her. 1, 28; τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου θέρους, im folgenden Sommer, Thuc. 4, 52; τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ 3, 75; νὺξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ, es wurde darüber Nacht, 4, 25; καὶ ὕστερον πάσαις ἅμα ναυσὶν ἐκείνους ἐπιγενέσθαι, sie kamen später dazu, 3, 77; in feindlicher Bdtg herankommen, überfallen, οἱ ἐκ τῆς ἐνέδρας Ἀκαρνᾶνες ἐπιγενόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου 3, 108; öfter von äußeren Zufällen, die bei Etwas eintreten, wie ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί 3, 74, πνεῦμα, ὑετός, χειμών u. ä., τοσαύτη ἡ ξυμφορὰ ἐπεγεγένητο 8, 96; νόσος 2, 64; allgemein, οἷς ἀρχομένοις ἐπεγένετό τι, es stieß ihnen Etwas zu, Thuc. 5, 20; τὰ ἐναντία ἐπιγιγνόμενα, wenn das Entgegengesetzte eintritt, Antiph. 2 β 1; ἐπιγενομένης ἀῤῥωστίας αὐτῷ Dem. 36, 7. Aehnlich Her. πλώουσι αὐτοῖσι χειμών τε καὶ ὕδωρ ἐπεγίνετο 8, 13; ἐπιγίνεταί σφι τέρεα ἔτι μείζονα 8, 37; τὰ ἐπὶ τούτῳ δεύτερα ἐπιγενόμενα ibid.; – οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί, die später geborenen, späteren, Her. 2, 49; οἱ ἐπιγινόμενοι, die Nachkommen, 9, 85; Thuc. 1, 71, oft, u. Folgde; τῶν ὕστερον ἐπιγιγνομένων Plat. Legg. XII, 969 a; ἡλικίας πλῆθος ἐπιγεγενημένης Thuc. 6, 26, die nachgewachsen ist (vgl. ἀντὶ τῶν ἀποθανόντων ἕτεροι ἐπιγενήσονται Xen. Cyr. 6, 1, 12); τὰ ἐπιγενόμενα, das Neuere, 1, 70. Uebh. dazu kommen, δόξῃ ἐπιγίγνεσθον ψεῦδός τε καὶ ἀληθές Plat. Phil. 37 b. – Bei Dem. 36, 9 sind αἱ ἐπιγενόμεναι μισθώσεις die ihm zufallenden, fälligen Pachtgelder.