κεντρίς
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = διψάς 11.1, Ael.NA6.51.
German (Pape)
[Seite 1418] ίδος, ἡ, 1) = κεντρίον. – 2) eine Schlangenart, = κεντρίτης, Ael. H. A. 6, 51; s. auch κεντρίνης.