νεκρός
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ὁ (of a woman, Diph.129),
A corpse, Hom., etc.: as Subst., in early writers always of mankind, νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Il. 6.71; ν. ἔρυον κατατεθνηῶτας 18.540: freq. of those killed in battle, τοὺς ν. ὑποσπόνδους ἀνείλοντο Th.4.44, etc.: in sg., νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Hdt.5.92.η'; κεῖται ν. περὶ νεκρῷ S.Ant.1240, etc.; Πατρόκλῳ ν. ὄντι Pl.R.391b: the Art. is freq. omitted even of a particular corpse, esp. when a gen. is added, ν. γυναικός, ἀνθρώπου, Hdt.2.89, 90, cf. A. Ag.659, Th.1018; later, of a fish, ν. ἰχθύος M.Ant.6.13: neut. pl. νεκρά, τά, Plu.2.773d: metaph., νεκρὰ καὶ καπνός M.Ant.12.33. 2 dying person, μυχθισμὸς νεκρῶν E.Rh.789; ν. ἀσπαίροντες Antipho 2.4.5; ν. ἀποθνῄσκοντες Th.2.52. 3 metaph., ὁ υἱός μου ν. ἦν καὶ ἀνέζησε Ev.Luc.15.24; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς καὶ ν. εἶ Apoc.3.1; ν. τῇ ἁμαρτίᾳ Ep.Rom.6.11. 4 in pl., the dead, as dwellers in the nether world, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Od.10.526, cf. 11.34, etc.; ἐν νεκροῖς LXXPs.87(88).5; ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι Ev.Jo.12.1; ἡ ἀνάστασις ἡ ἐκ ν. Ev.Luc.20.35: metaph., ζωὴ ἐκ ν. Ep.Rom.11.15. II as Adj. νεκρός, ά, όν, dead, first in Pi., ν. ἵππος Fr.203; ν. σώματα Mitteis Chr.31 ii 22 (ii B.C.), Ach.Tat.3.5, cf. Nic.Dam.58 J., Plu.2.685b, X. Eph.5.1, POxy.51.8 (ii A.D.), BGU1024vii26 (iv/v A.D.) (but also τὰ τῶν ν. σώματα Pl.Lg.959b; σῶμα . . νεκροῦ E.Hec.679); ν. χελώνη Luc.DDeor.7.4: Comp. -ότερος AP11.135 (Lucill.). 2 inanimate, inorganic, opp. ἔμψυχος, Plot.3.6.6; οὐχὶ ν., ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν Id.4.7.9; οὐρανὸς . . ὢν πρὸ ψυχῆς σῶμα ν., γῆ καὶ ὕδωρ Id.5.1.2; ἡ ν. θάλασσα the Dead Sea, Paus.5.7.4, Gal.11.690, Orph.A. 1082. 3 metaph., ν. πλοῦτος Philostr.VS2.1.1.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ (vgl. νέκυς), der Leichnam, die Leiche; bei Hom. nur von menschlichen Leichnamen; ἐν δὲ πυρῇ νεκρὸν θέσαν, Il. 24, 787; ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, 23, 197; περὶ νεκροῦ δηριάασθαι, 17, 734, öfter; auch νεκροὺς τεθνηῶτας, 6, 71, wie κατατεθνηῶτας, 18, 540; die Todten in der Unterwelt, Od. 10, 526. 11, 475 ff.; ἐκ νεκροῦ ἅρπασε, Pind. P. 3, 43; oft bei Tragg., auch der Todte, ἐπισπένδειν νεκρῷ, Aesch. Ag. 1368 u. sonst, wie Soph., οἱ ἔνερθεν νεκροί, Ant. 25, der es auch adj. braucht, καλεῖ Λάϊον πάλαι νεκρόν, O. R. 1245, vgl. El. 1453; τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς θήσω, Eur. Med. 374; auch bei Sp. so, z. B. νεκρὰ ἐξάγειν, Luc. V. H. 1, 22. – In Prosa der Leichnam, ἀνθρώπου νεκρός, Her. 2, 90, νεκρὸς πρόσφατος γυναικός, 2, 89, Plat. oft, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Rep. X, 614 b, u. so auch Andere von den in der Schlacht Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδοῦναι, ἀπολαβεῖν, Xen. Hell. 2, 4, 12. 7, 5, 26 u. sonst oft; πολλοὺς νεκροὺς ἐποίησαν, sie machten viele Todte, richteten eine große Niederlage an, Pol. 2, 34, 12; τὴν φρουρὰν ἀπώσασθαι δυσὶ νεκροῖς ἢ τρισὶ οὐ ῥᾴδιον, mit dem Verluste von zwei oder drei Mann, Plut. Socr. gen. 17. – Einen compar. bildet Lucill. 78 (XI, 135), τὸν πολὺ τοῦ παρὰ σοὶ νεκρότερον τεκνίου. – Nach B. A. 108, 16 sagte Diphil. τήν νεκρόν.